- ζωγραφιστός
- και ζουγραφιστός, -ή, -ό [ζωγραφίζω]1. ζωγραφισμένος, αυτός που έχει παρασταθεί με ζωγραφιά2. αυτός που έχει ζωγραφιές, που είναι στολισμένος με ζωγραφιές3. αυτός που είναι περίτεχνα ζωγραφισμένος, ο στολισμένος σαν ζωγραφικό έργο4. μτφ. αυτός που είναι ωραίος σαν ζωγραφιά, ο πολύ ωραίος («πρόσωπο ζωγραφιστό»)5. φρ. «ούτε ζωγραφιστό να μη σέ δω» — λέγεται για τους ανεπιθύμητους που ούτε την εικόνα τους δεν θέλει κάποιος να αντικρίσει.επίρρ...ζωγραφιστά1. με ζωγραφιά, με ζωγραφικό τρόπο2. περίτεχνα, με ωραία διακόσμηση.
Dictionary of Greek. 2013.